συμβολίζω

συμβολίζω
Ν
1. εικονίζω με σύμβολα, εκφράζω συμβολικά («συμβολίζουν την αγνότητα με τον κρίνο»)
2. είμαι σύμβολο, είμαι σημάδι, μια ιδέα («ο φοίνικας συμβολίζει την αναγέννηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολο. Το ρ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τ. Νερούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμβολίζω — συμβολίζω, συμβόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμβολίζω — παρασταίνω συμβολικά, εκφράζω: Ο σταυρός που υπάρχει στην ελληνική σημαία συμβολίζει τη θρησκεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απεικονίζω — (AM ἀπεικονίζω) 1. παριστάνω κάτι με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο 2. περιγράφω, εκφράζω μσν. συλλαμβάνω με τον νου, μελετώ (αρχ., ομαι) συμβολίζω …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εικονίζω — (AM εἰκονίζω) 1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης 2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας») αρχ. μσν. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου μσν. 1. συμβολίζω 2. φανερώνω,… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με …   Dictionary of Greek

  • κατασημαίνω — (Α κατασημαίνομαι) 1. κλείνω κάτι καλά, σφραγίζω («ὄφεις... ἐν κίστῃ που κατασήμηναι», Αριστοφ.) 2. σημειώνω προσεκτικά («τὰ κατασημανθέντα ὁνόματα ἐξενεγκεῑν», Πλάτ.) αρχ. 1. υποδηλώνω 2. σημαίνω, συμβολίζω …   Dictionary of Greek

  • κατασημαντικός — κατασημαντικός, ή, όν (Α) αυτός που δείχνει κάτι καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σημαντικός (< σημαίνω «συμβολίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • παρασημαίνω — κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ νεοελλ. μσν. φανερώνω με σημεία, συμβολίζω νεοελλ. μέσ. παρασημαίνομαι μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα αρχ. 1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση 2. βάζω σημάδι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”